-
1 ανακαμπτω
1) загибать, отгибать2) поворачивать(ἔς τι Her., εἴς и πρός τι Arst.)
3) возвращаться(ἐπί τι Plat., Arst.; πρός τινα NT.)
4) ходить взад и вперед, кружить(ἐν ταῖς στοαῖς Plut.)
1 ανακαμπτω
(ἔς τι Her., εἴς и πρός τι Arst.)
(ἐπί τι Plat., Arst.; πρός τινα NT.)
(ἐν ταῖς στοαῖς Plut.)